φρατριασμός

φρατριασμός
ὁ, Μ
βλ. φατριασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φατριασμός — ο, ΝΜ, και φρατριασμός Μ [φατριάζω / φρατριάζω] συνωμοσία νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φατριάζω, στάση και δράση για τα συμφέροντα τής φατρίας 2. δράση υπέρ ενός κόμματος, με υπέρβαση τών ορίων τής νομιμότητας και τής ευπρέπειας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”